παλμός

παλμός
Κραδασμός, δόνηση. Για την καρδιά, ο όρος υποδηλώνει τον σφυγμό. Καρδιακός π. σημαίνει την περιοδική και ρυθμική λειτουργία της καρδιάς.
* * *
ο (ΑΜ παλμός) [πάλλω]
1. παλινδρομική τρομώδης κίνηση μικρής διάρκειας και μικρού εύρους, τρέμουλο («παλμοί χορδής»)
2. ρυθμική συστολή και διαστολή τής καρδιάς, που εξασφαλίζει την κυκλοφορία τού αίματος, χτύπος, σφυγμός
νεοελλ.
1. φυσ. η απότομη και για μικρό χρονικό διάστημα μεταβολή ενός φυσικού μεγέθους το οποίο, σε κανονικές συνθήκες, παραμένει σταθερό
2. (αθλ.) α) το σύνολο τών κινήσεων που εκτελεί ένας αθλητής κατά τη ρίψη σφαίρας ή ακοντίου
β) το σύνολο τών κινήσεων που εκτελεί ένας άλτης
αρχ.
1. ασθένεια τής καρδιάς
2. (σχετικά με φυσικά φαινόμενα) κραδασμός, γρήγορη κίνηση
3. (σχετικά με βολή) η ορμή
4. (στον Επίκουρο) η εσωτερική δόνηση τών σωμάτων.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • παλμός — quivering motion masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παλμοῖς — παλμός quivering motion masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παλμοί — παλμός quivering motion masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παλμοῦ — παλμός quivering motion masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παλμούς — παλμός quivering motion masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παλμῶν — παλμός quivering motion masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παλμῷ — παλμός quivering motion masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παλμόν — παλμός quivering motion masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κτύπος — και χτύπος, ο (AM κτύπος, Μ και χτύπος) 1. ισχυρός ήχος, πάταγος, κρότος από κρούση, πτώση, ροή νερού, μουσικό όργανο κ.λπ. 2. κρούση, κτύπημα νεοελλ. μσν. 1. ρυθμικός παλμός ή ήχος (α. «χτύπος τής καρδιάς» β. «χτύπος τού ρολογιού») 2.… …   Dictionary of Greek

  • λαβίδα — Κάθε εργαλείο με δύο σκέλη για τη σύλληψη, συγκράτηση ή βίαιη έλξη αντικειμένων. φαινόμενο της λ. (Φυσ.). Το φαινόμενο της συστολής του πλάσματος και της απομάκρυνσής του από τα τοιχώματα του σωλήνα στον οποίο περιέχεται, διαδικασία που τελείται… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”